- πεντεκαίδεκ'
- πεντεκαίδεκα , πεντεκαίδεκαfifteenindeclform (numeral)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεντηκοντέρετμος — ον, Α (για πλοία) αυτός που έχει πενήντα κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + ἐρετμόν «κουπί» (πρβλ. πεντεκαιδεκ έρετμος)] … Dictionary of Greek